- τύφα
- τύφᾱ , τύφηreed macefem nom/voc/acc dualτύφᾱ , τύφηreed macefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τύφα — η, Ν βοτ. η τύφη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. typha (< τύφη*)] … Dictionary of Greek
τυφάων — τυφά̱ων , τύφη reed mace fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια πολυετών ποωδών φυτών με τυπικό το γένος τύφα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. typhaceae < typh (< τύφη) + κατάλ. aceae (πρβλ. ίδες] … Dictionary of Greek
τύφη — η, ΝΜΑ, και τύφι, τὸ, Α λόγια ονομασία τού γένους, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, υδροχαρών ποωδών φυτών τύφα, με 15 περίπου είδη, ορισμένα από τα οποία φέρουν φύλλα που χρησιμοποιούνται στην καλαθοπλεκτική, στην κατασκευή… … Dictionary of Greek